- χιονοπέδιλο
- τοπέδιλο κατάλληλο για τις χιονοδρομίες, πέδιλο του σκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονοπέδιλο — το, Ν συν. στον πληθ. τα χιονοπέδιλα ζεύγος πεδίλων ειδικών για χιονοδρομίες, κν. σκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. χιονοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek